αγριόγιδα

αγριόγιδα
Κατάγεται από την ήμερη κατσίκα, η οποία έφυγε στα βουνά και ξαναγύρισε στην άγρια κατάσταση. Ζει σε αγέλες και διακρίνεται για την ευκολία με την οποία ανεβαίνει ή πηδά σε απόκρημνα βράχια. Λέγεται και αγριόγιδο ή αγριογίδι.
* * *
η και αγριογίδι και αγριόγιδο, το
1. αίγαγρος
2. ατίθαση κατοικίδια κατσίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγριόγιδα — η η γίδα που ζει σε άγρια κατάσταση, το αγρινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριογιδήσιος — ια, ιο [αγριόγιδα] αυτός που προέρχεται από αγριόγιδα …   Dictionary of Greek

  • αγριογίδι — το η αγριόγιδα* …   Dictionary of Greek

  • γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) …   Dictionary of Greek

  • ρουπικάπρα — η, Ν ζωολ. γένος αιγοειδών τής ομοιογένειας ρουπικαπρινίδες, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία αγριόγιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rupicapra < λατ. rupes «πέτρα» + capra, ae «άγρια γίδα»] …   Dictionary of Greek

  • απλόκερος — (haplocerum). Αρτιοδάκτυλο θηλαστικό της οικογένειας των βοοειδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία ορεαμνός. Τα ζώα του γένους αυτού ζουν στον Καναδά, στις υψηλότερες πλαγιές των Βραχωδών ορέων. To μήκος του σώματός τους μαζί με το κεφάλι φτάνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”