αγριόγιδα — η η γίδα που ζει σε άγρια κατάσταση, το αγρινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριογιδήσιος — ια, ιο [αγριόγιδα] αυτός που προέρχεται από αγριόγιδα … Dictionary of Greek
αγριογίδι — το η αγριόγιδα* … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
ρουπικάπρα — η, Ν ζωολ. γένος αιγοειδών τής ομοιογένειας ρουπικαπρινίδες, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία αγριόγιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rupicapra < λατ. rupes «πέτρα» + capra, ae «άγρια γίδα»] … Dictionary of Greek
απλόκερος — (haplocerum). Αρτιοδάκτυλο θηλαστικό της οικογένειας των βοοειδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία ορεαμνός. Τα ζώα του γένους αυτού ζουν στον Καναδά, στις υψηλότερες πλαγιές των Βραχωδών ορέων. To μήκος του σώματός τους μαζί με το κεφάλι φτάνει … Dictionary of Greek